- κατανείφω
- κατανείφω και κατανίφω (Α)1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.)2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.)3. απρόσ. κατανείφειχιονίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νείφω «καλύπτω με χιόνι»].
Dictionary of Greek. 2013.